προηροσιος

προηροσιος
    προηρόσιος
    προ-ηρόσιος
    3
    предпахотный
    

προηρόσιοι θεοί Plut. — боги, к благосклонности которых обращались перед началом пахоты


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "προηροσιος" в других словарях:

  • προηρόσιος — και πρηρόσιος, ία, ον, ουδ. πληθ. και προηρέσια, Α 1. αυτός που γίνεται πριν από την άροση 2. (το θηλ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ προηροσία ή πρηροσία, τὰ προηρόσια ή προηρέσια γιορτή προς τιμή τής Δήμητρος και τής Κόρης την οποία τελούσαν οι… …   Dictionary of Greek

  • προηρόσιον — προηρόσιος before the time of tillage masc acc sg προηρόσιος before the time of tillage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσίους — προηρόσιος before the time of tillage masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσία — προηροσίᾱ , προηρόσιος before the time of tillage fem nom/voc/acc dual προηροσίᾱ , προηρόσιος before the time of tillage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) προηροσίᾱ , προηροσία fem nom/voc/acc dual προηροσίᾱ , προηροσία fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσίας — προηροσίᾱς , προηρόσιος before the time of tillage fem acc pl προηροσίᾱς , προηρόσιος before the time of tillage fem gen sg (attic doric aeolic) προηροσίᾱς , προηροσία fem acc pl προηροσίᾱς , προηροσία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσίων — προηρόσια before the time of tillage neut gen pl προηρόσιος before the time of tillage fem gen pl προηρόσιος before the time of tillage masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραράτιος — και πραράτριος, ὁ, Α ονομασία μήνα στην Επίδαυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. «πρὸ ἄρατος», όπου η λ. *ἄρατος αμάρτυρη ισοδυναμεί με τους τ. ἄροτος «καλλιεργημένος αγρός» ή ἄρατρον, κρητ. τ. τού ἄροτρον (< ρ. ἀρόω*… …   Dictionary of Greek

  • πρηροσία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. προηρόσιος …   Dictionary of Greek

  • πρηρόσιος — ία, ον, Α βλ. προηρόσιος …   Dictionary of Greek

  • προηρέσια — τὰ, Α βλ. προηρόσιος …   Dictionary of Greek

  • προηρόσια — τὰ, Α βλ. προηρόσιος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»